ημιθέα

ημιθέα
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή του πατέρα της έπεσε στη θάλασσα, αλλά την έσωσε ο Απόλλων και παρουσιάστηκε αργότερα στις ακτές της Καρικής χερσονήσου (στη Μικρά Ασία) όπου είχε ιερό με θεραπευτήριο κυρίως για τις εγκυμονούσες. Οι δύστοκες και οι άλλοι άρρωστοι θεραπεύονταν με εγκοίμηση. Οι σπονδές γίνονταν με μελίκρατο, αναψυκτικό ποτό, γιατί το κρασί απαγορευόταν. Απαγορευόταν επίσης η είσοδος σε όσους έτρωγαν χοιρινό κρέας. 2. Κόρη του Κύκνου και της Προκλείας που –μαζί με τον αδελφό της Τέννη, επώνυμο της Τενέδου, όπου τους τιμούσαν και τους δυο ως ημίθεους– τοποθετήθηκαν σε λάρνακα και ρίφθηκαν στη θάλασσα για να πνιγούν. Το κύμα όμως τους έριξε στην Τένεδο και σώθηκαν. Αργότερα, την εποχή του Τρωικού πολέμου, ο Αχιλλέας έκανε επιδρομή και στην Τένεδο που ανήκε στην Τροία, και σκότωσε τον Τέννη. Καταδίωξε και την H. για να την κάνει δούλη του, αλλά σχίστηκε η γη και την κατάπιε.
* * *
ἡμιθέα και επικ. τ. ἡμιθέη, ἡ (Α)
κατά το ήμισυ θεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι-* + θεά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιθέα — ἡμιθέᾱ , ἡμιθέα demigoddess fem nom/voc/acc dual ἡμιθέᾱ , ἡμιθέα demigoddess fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡμιθέα — Ἡμιθέᾱ , Ἡμιθέη fem nom/voc/acc dual Ἡμιθέᾱ , Ἡμιθέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθέᾳ — ἡμιθέᾱͅ , ἡμιθέα demigoddess fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡμιθέᾳ — Ἡμιθέᾱͅ , Ἡμιθέη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθέας — ἡμιθέᾱς , ἡμιθέα demigoddess fem acc pl ἡμιθέᾱς , ἡμιθέα demigoddess fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθεάων — ἡμιθεά̱ων , ἡμιθέα demigoddess fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθέαν — ἡμιθέᾱν , ἡμιθέα demigoddess fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡμιθέας — Ἡμιθέᾱς , Ἡμιθέη fem acc pl Ἡμιθέᾱς , Ἡμιθέη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡμιθεάων — Ἡμιθεά̱ων , Ἡμιθέη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡμιθέαν — Ἡμιθέᾱν , Ἡμιθέη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”